• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
for short adv (as an abbreviation)για συντομία φρ ως επίρ
  (καθαρεύουσα)εν συντομία φρ ως επίρ
 The boy's name is Nishant, but his friends and family call him Nish for short.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
for a short time adv (briefly)σύντομα, εν ολίγοις, εν συντομία επίρ
 He'd only lived in the apartment for a short time - about two weeks.
short for [sth] adj + prep (abbreviation of) (για όνομα)υποκοριστικό ουσ ουδ
  (για άλλη λέξη)συντομογραφία ουσ θηλ
  σύντμηση ουσ θηλ
 The name "Betty" is sometimes short for "Elizabeth".
 Το όνομα Μπέτυ είναι μερικές φορές το υποκοριστικό του Ελίζαμπεθ.
short-list,
shortlist
vtr
often passive (choose as finalist)συμπεριλαμβάνω κάποιον στους επικρατέστερους περίφρ
 The author was surprised when her debut novel was shortlisted for a literature award.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'for short' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση for short στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «for short».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!